ἐξερεθίζει

ἐξερεθίζει
ἐξερεθίζω
stimulate
pres ind mp 2nd sg
ἐξερεθίζω
stimulate
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έναυσμα — το, ατος 1. το εμπύρευμα, το προσάναμμα. 2. το μέσο με το οποίο γίνεται η μετάδοση πυρός σε εκρηκτικό γέμισμα. 3. μτφ., ό,τι χρησιμεύει για παρόρμηση, για διέγερση, ό,τι εξερεθίζει: Η βρισιά αυτή ήταν το έναυσμα της συμπλοκής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”